Όταν λοιπόν μια τράπεζα θεωρηθεί ότι έχει αποτύχει από τις εποπτικές αρχές, τότε ακολουθούνται ορισμένες διαδικασίες.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να καθοριστεί είναι πόση είναι η ζημιά και αν θα χρειαστεί ο εποπτικός φορέας να βάλει λεφτά. Συνήθως αυτή η διαδικασία διαρκεί ένα Σαββατοκύριακο. Το γιατί γίνεται τόσος μεγάλος ντόρος στην Ελλάδα, για το αν και πόσα επιπλέον κεφάλαια ίσως χρειαστεί το τραπεζικό σύστημα, είναι πέραν από την ικανότητα κατανόησης μου. Και επειδή η διαδικασία αυτή κρατιέται σε άκρα μυστικότητα και διαρκεί για πάντα, αν θέλετε την άποψή μου, δεν θα έχει αξιοπιστία. Όπως είπα πριν μερικές μέρες, αυτή η διαδικασία δεν πρέπει να έχει πολιτική χροιά, αλλά από ό,τι φαίνεται έχει.
Περίπτωση πρώτη: Η ζημιά έχει περιοριστεί στα ίδια κεφάλαια της τράπεζας ή απλά η τράπεζα δεν έχει αρκετά ίδια κεφάλαια για να μπορεί να διατηρήσει την άδειά της. Σε αυτή την περίπτωση οι μόνοι που θεωρητικά χάνουν είναι οι μέτοχοι. Ο εποπτικός φορέας αναλαμβάνει την τράπεζα και στη συνέχεια μεταφέρει σε άλλο τραπεζικό ίδρυμα (είτε δωρεάν είτε επί πληρωμής) τα δάνεια, τις καταθέσεις και τις υποχρεώσεις της τράπεζας.
Περίπτωση δεύτερη: Η ζημιά είναι πέραν από τα ίδια κεφάλαια της τράπεζας, αλλά η ζημιά μπορεί να καλυφτεί από τους πιστωτές της τράπεζας. Σε αυτή την περίπτωση ακολουθείται ό,τι γίνεται στην πρώτη περίπτωση, αλλά επιπλέον οι ζημιές θα καλυφτούν από τους πιστωτές της τράπεζας, σύμφωνα με την ιεράρχησή τους στις ζημιές. Οι κατωτέρας εξασφάλισης πιστωτές παίρνουν πρώτοι την ζημιά (εμπορικές απαιτήσεις, κατωτέρας εξασφάλισης ομολογιούχοι κτλ) και αν δεν είναι αυτά αρκετά, φτάνουμε και στους ανώτερους πιστωτές της τράπεζας.
Περίπτωση τρίτη: Οι ζημιές είναι πέραν από τα ίδια κεφάλαια και τους πιστωτές της τράπεζας. Σε αυτή την περίπτωση, ακολουθούνται οι προηγούμενες 2 διαδικασίες, αλλά επιπλέον η εποπτική αρχή θα κάνει χρήση και των ανασφάλιστων καταθέσεων για να καλύψει τη ζημιά. Με λίγα λόγια, οι καταθέτες άνω των 100.000 ευρώ, θα υποστούν κούρεμα.
Περίπτωση τετάρτη: Οι ζημιές είναι πέραν από τα ίδια κεφάλαια και τους πιστωτές της τράπεζας και τις ανασφάλιστες καταθέσεις. Σε αυτή την περίπτωση, επειδή οι καταθέσεις κάτω από 100.000 είναι ασφαλισμένες, ο εποπτικός φορέας παίρνει τη ζημιά (έπειτα από τις ζημιές που θα υποστούν οι μέτοχοι, οι ομολογιούχοι και οι ανασφάλιστοι καταθέτες) και αποζημιώνει τις ασφαλισμένες καταθέσεις της τράπεζας.
Όλα αυτά βέβαια με την προϋπόθεση ότι ο εποπτικός φορέας (που είναι υπεύθυνος για την ασφάλιση των καταθέσεων) έχει κάνει τη δουλειά του σωστά και έχει επάρκεια κεφαλαίων, προκειμένου να μπορεί να αποζημιώσει τους καταθέτες.
Διότι αν δεν έχει, τότε την ζημιά την παίρνει ο φορολογούμενος, υπό την έννοια ότι θα πρέπει να εκδώσει χρέος για να μπορεί να αποζημιώσει τους καταθέτες. Αν η δημόσια αρχή δεν έχει αυτή τη δυνατότητα, θεωρητικά κουρεύονται και οι ανασφάλιστες καταθέσεις.
Στις ΗΠΑ, ο εποπτικός φορέας που κάνει αυτή τη δουλειά είναι το FDIC, στην Ελλάδα (θεωρητικά) είναι Το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ).
(Πηγή: capital.gr)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: