Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν ήδη αγγίξει τα επίπεδα συναγερμού, αναγκάζοντας τις τράπεζες να εφαρμόσουν εκτεταμένα προγράμματα αναχρηματοδότησης και πάσης φύσεως διευκολύνσεων προκειμένου να μην διογκωθούν περαιτέρω οι επισφάλειές τους. Η πρόσφατη άνοδος των επιτοκίων κάνει ακόμη πιο έντονη την πίεση που δέχονται επιχειρήσεις και νοικοκυριά, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο να επιδεινωθεί περαιτέρω.
Ο αριθμός των τραπεζικών δανείων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουν υπαχθεί σε κάποια διαδικασία ρύθμισης υπερβαίνει τις 500.000. Υπολογίζεται ότι μόνο στη διάρκεια του 2010, οπότε η κατάσταση στην πραγματική οικονομία άρχισε να επιδεινώνεται ραγδαία, ρυθμίστηκαν τουλάχιστον 250.000 δάνεια, περιορίζοντας έτσι το συνολικό ποσό των λεγόμενων «κόκκινων δανείων» κατά περίπου 4 δισ. ευρώ.
Σε αυτά δεν συμπεριλαμβάνονται όμως οι αναχρηματοδοτήσεις που κάνουν οι τράπεζες, οι οποίες τυπικά καταγράφονται ως νέες εκταμιεύσεις δανείων. Ομως είναι βέβαιο ότι χωρίς τις αναχρηματοδότησεις αυτές πολλοί δανειολήπτες θα αδυνατούσαν να εξυπηρετήσουν κανονικά τα παλαιά τους δάνεια. Ετσι, ακόμη και τα πραγματικά ποσοστά των λεγόμενων «κόκκινων δανείων» που λαμβάνουν υπ' όψιν τους οι εποπτικές αρχές, στα οποία περιλαμβάνονται οι ρυθμίσεις δανείων, δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική κατάσταση που επικρατεί στην αγορά. Παρά τις ρυθμίσεις που κάνουν οι τράπεζες, προκειμένου να αποσοβήσουν τα νέα «κανόνια», ο κατάλογος των μη εξυπηρετούμενων δανείων αυξάνεται καθημερινά με γεωμετρική πρόοδο.
Σε καθυστέρηση
Ηδη, σύμφωνα με εκτιμήσεις τραπεζικών στελεχών, ο σχετικός δείκτης των δανείων που βρίσκονται σε καθυστέρηση από 10%, που ήταν στο τέλος του 2010, έχει αυξηθεί στο 13% με 14%. Σε απόλυτα νούμερα αυτό σημαίνει ότι τα δάνεια που βρίσκονται στο «κόκκινο» έχουν ξεπεράσει τα 33 δισ. ευρώ.
Από την πλημμυρίδα αυτή των καθυστερήσεων οι τράπεζες θα εισπράξουν έπειτα από πιέσεις ή και δικαστικές αποφάσεις ένα μικρό μόνο ποσοστό, ενώ τα υπόλοιπα θα μετατραπούν σε επισφάλειες που ισοσκελίζονται με ισόποση διαγραφή κερδών -αν υπάρχουν- ή ακόμη χειρότερα ίδιων κεφαλαίων. Στην περίπτωση διαγραφής ιδίων κεφαλαίων, πρέπει οι μέτοχοι να καταβάλουν χρήματα για αύξηση καφαλαίου.
Βέβαια, τόσο τα «κόκκινα δάνεια» όσο και οι ρυθμίσεις για την αποφυγή τους που εφαρμόζουν οι τράπεζες δεν έχουν «ενιαίο χαρακτήρα», αλλά διαφοροποιούνται ανάλογα με το είδος του δανείου και τις εμπράγματες εξασφαλίσεις που έχει η τράπεζα. Για παράδειγμα, στα επιχειρηματικά δάνεια η κατάσταση φαίνεται να βρίσκεται υπό έλεγχο καθώς, παρά τα ηχηρά «κανόνια», το ποσοστό των «κόκκινων δανείων» περιορίζεται στο 9%, το οποίο αντιστοιχεί σε περίπου 10 δισ. ευρώ.
Αντίθετα, στην καταναλωτική πίστη, όπου οι δανειολήπτες δεν αντιμετωπίζουν την απειλή της κατάσχεσης ή του πλειστηριασμού, το κίνημα «δεν πληρώνω» έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις. Υπολογίζεται ότι από τα 34 δισ. ευρώ που είναι σήμερα το χρέος των νοικοκυριών σε καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες, περίπου το ένα τέταρτο, ήτοι 8 δισ. ευρώ, βρίσκονται σε καθυστέρηση. Στα στεγαστικά δάνεια υπολογίζεται ότι τα «κόκκινα δάνεια» έχουν φθάσει τα 8 με 8,5 δισ. ευρώ, από τα 79 δισ. ευρώ που είναι το συνολικό υπόλοιπο της κατηγορίας.
Επιμήκυνση αποπληρωμής με αύξηση του κόστους
Η πιο συνηθισμένη διευκόλυνση των τραπεζών προς τους δανειολήπτες πριν φθάσουν στην αναχρηματοδότηση του δανείου, αφορά την αλλαγή των όρων της υφιστάμενης σύμβασης.
Ετσι η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής μειώνει το κόστος εξυπηρέτησης του δανείου, αυξάνοντας ωστόσο το λογαριασμό των τόκων που πρέπει να πληρώσει. Το αμέσως επόμενο εργαλείο είναι το «κούρεμα» της δόσης με καταβολή μόνο τόκων και όχι του κεφαλαίου. Η δόση μειώνεται αλλά το κεφάλαιο που δεν πληρώνεται «κεφαλαιοποιείται». Μία πιο δραστική λύση είναι αυτή της μη καταβολής ορισμένων τοκοχρεολυτικών δόσεων, οι οποίες μετατίθενται εντόκως για το μέλλον. Τέλος στις περιπτώσεις που η τράπεζα διαπιστώνει ότι ένα μέρος της οφειλής είναι οριστικά χαμένο, μπορεί να δεχθεί ακόμη και ένα μικρό κούρεμα, τη μείωση δηλαδή της συνολικής οφειλής του πελάτη.
Το παραπάνω μενού συμπληρώνει η αναχρηματοδότηση της οφειλής, δηλαδή η χορήγηση ενός νέου δανείου. Με αυστηρούς όρους οι τράπεζες δίνουν μια «δεύτερη ευκαιρία» στους δανειολήπτες, διασφαλίζοντας έτσι την αποπληρωμή των δανείων που ήδη έχουν χορηγήσει στους συγκεκριμένους πελάτες.
(Πηγή: Ελευθεροτυπία)
