Τις δύο αυτές μεγάλες ανατροπές στις διαδικασίες υπολογισμού του φόρου και στο σύστημα ελέγχων φέρνουν οι διατάξεις του νέου φορολογικού νομοσχεδίου για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 8 με το οποίο επέρχονται αλλαγές στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ο προϊστάμενος της Εφορίας από το γραφείο του ελέγχει την ακρίβεια των επιδιδόμενων δηλώσεων και προβαίνει σε έρευνα για την εξακρίβωση των υπόχρεων που δεν έχουν υποβάλει δήλωση.
Για τον σκοπό αυτό δικαιούται να καλεί εγγράφως τον υπόχρεο, ανεξάρτητα αν έχει υποβάλει ή όχι φορολογική δήλωση, να δώσει μέσα σε τακτή και σύντομη προθεσμία είτε αυτοπροσώπως είτε με εντολοδόχο που ορίζεται στη δήλωσή του προς την ελεγκτική υπηρεσία, τις αναγκαίες διευκρινίσεις και να προσκομίσει και κάθε στοιχείο που είναι χρήσιμο για τον καθορισμό του εισοδήματος.
Πληροφορίες
Στο πλαίσιο αυτό θα ζητεί στοιχεία και πληροφορίες από τράπεζες, ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις, επαγγελματικές οργανώσεις καθώς και από άλλα πρόσωπα για τις συναλλαγές του φορολογούμενου και με βάση τα οποία θα προσδιορίζει την εισοδηματική και περιουσιακή του κατάσταση και θα υπολογίζει τη φοροδοτική του ικανότητα. Συνεπώς, ακόμα και στη περίπτωση που δεν έχει υποβάλει δήλωση ο προϊστάμενος θα μπορεί να εκδίδει πράξη επιβολής φόρου.
Ειδικά για τον ΦΠΑ προβλέπεται η επιβολή τεκμαρτού φόρου αναδρομικά ακόμα και για μια ολόκληρη διαχειριστική περίοδο και μάλιστα χωρίς έλεγχο όλων των βιβλίων και στοιχείων και χωρίς να είναι αναγκαία η διενέργεια ελέγχου σε άλλες φορολογίες.
Αναλυτικότερα, όπως ορίζεται στο άρθρο 48 Α:
«Αν από τα βιβλία και στοιχεία του υπόχρεου στον φόρο, τις ήδη διαπιστωμένες παραβάσεις και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, τα δελτία πληροφοριών, τις εκθέσεις ελέγχου του Σ.Δ.Ο.Ε. και άλλων υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών, τα στοιχεία και τις πληροφορίες προσώπων καθώς και τα στοιχεία που προκύπτουν από τη μηχανογραφική επεξεργασία δεδομένων της Γ.Γ.Π.Σ., προκύπτει ότι ο υπόχρεος στον φόρο παρέλειψε να δηλώσει ή δήλωσε ανακριβώς τη φορολογητέα αξία ή υπολόγισε εσφαλμένα τα ποσοστά ή τις εκπτώσεις, ο προϊστάμενος της ελεγκτικής υπηρεσίας μπορεί να εκδώσει από το γραφείo μερική πράξη προσδιορισμού του φόρου για μία ή περισσότερες φορολογικές περιόδους ή και για ολόκληρη διαχειριστική περίοδο ακόμα και χωρίς έλεγχο όλων των βιβλίων και στοιχείων και χωρίς να είναι αναγκαία η διενέργεια ελέγχου σε άλλες φορολογίες.
Προσωρινή πράξη
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα κριτήρια και οι τεχνικές βάσει των γενικά παραδεκτών αρχών και τεχνικών της ελεγκτικής με τις οποίες προσδιορίζονται οι εκροές του ελεγχόμενου επιτηδευματία.
Εφόσον διαπιστώνεται η μη υποβολή από τον υπόχρεο του φόρου, περιοδικής δήλωσης για κάποια φορολογική περίοδο, ο προϊστάμενος της ελεγκτικής υπηρεσίας μπορεί, χωρίς άλλη ελεγκτική ενέργεια, να εκδώσει προσωρινή πράξη προσδιορισμού του φόρου, με την οποία προβαίνει στον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας, των ποσοστών και των εκπτώσεων του φόρου με βάση τα στοιχεία των περιοδικών δηλώσεων στις οποίες έχει προβεί ο υπόχρεος κατά τις τρεις προηγούμενες φορολογικές περιόδους.
Στην περίπτωση αυτή, ως φορολογητέα αξία ανά συντελεστή φόρου λαμβάνονται οι αντίστοιχοι μέσοι όροι που προκύπτουν από τις παραπάνω δηλώσεις.
Για επιχειρήσεις που λειτουργούν εποχιακά, ο προσδιορισμός της φορολογητέας αξίας, των ποσοστών και των εκπτώσεων του φόρου γίνεται με βάση τα στοιχεία της αντίστοιχης αμέσως προηγούμενης περιόδου προσαυξημένα κατά 15%».
Από τον έφορο
Με εκθέσεις του ΣΔΟΕ και...πληροφορίες ο έλεγχος
Με άλλες διατάξεις του νομοσχεδίου:
• Mειώνονται οι πρόσθετοι φόροι στο 60% από 100% για υποβολή εκπρόθεσμης δήλωσης και στο 120% από 200% για υποβολή ανακριβούς δήλωσης ή μη υποβολή δήλωσης
• Aπαλλάσσονται από προκαταβολή φόρου που φθάνει μέχρι το 100% για την επόμενη χρήση οι επιχειρήσεις και οι τράπεζες που μετατρέπονται ή συγχωνεύονται.
• Δίνεται η δυνατότητα στο Δημόσιο να εξοφλεί παντός είδους υποχρεώσεις του προς όλους τους φορείς του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα με έκδοση κρατικών χρεογράφων εντόκων γραμματίων ή ομολόγων ή άλλων τίτλων δανεισμού.
• Το άρθρο 67 Α που αφορά τους ελέγχους από το γραφείο προβλέπει ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι επιχειρήσεις μπορούν να υπαχθούν σε τακτικό ή προσωρινό έλεγχο από το γραφείο της ελεγκτικής υπηρεσίας στην οποία υπάγονται για τον μερικό προσδιορισμό του εισοδήματός τους.
• Ο Ελεγχος αυτός διατάσσεται από τον προϊστάμενο της ελεγκτικής υπηρεσίας για ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα θέματα και φορολογικά αντικείμενα και διενεργείται στην ελεγκτική υπηρεσία με βάση τα στοιχεία του φακέλου, τα δελτία πληροφοριών, τις εκθέσεις ελέγχου του Σ.Δ.Ο.Ε. και άλλων υπηρεσιών του υπουργείου Οικονομικών, τα βιβλία και στοιχεία που θα κληθεί να προσκομίσει ο ελεγχόμενος, τα στοιχεία και τις πληροφορίες προσώπων και τα στοιχεία που προκύπτουν από τη μηχανογραφική επεξεργασία δεδομένων της Γ.Γ.Π.Σ.
• Στην εδρα της επιχείρησης ο έλεγχος διενεργεί ο προϊστάμενος της ελεγκτικής υπηρεσίας ιδίως σε υποθέσεις για τις οποίες αποφαίνεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τον εξωλογιστικό προσδιορισμό του εισοδήματος.
Αυτόφωρο για χρέη πάνω από 3.000 ευρώ
Με αυτόφωρο και ποινές φυλάκισης κινδυνεύουν όσοι έχουν καθυστερήσει πάνω από τέσσερις μήνες να εξοφλήσουν ληξιπρόθεσμα χρέη στις εφορίες, τελωνεία, ΔΕΚΟ, ΟΤΑ, ασφαλιστικά ταμεία και άλλους οργανισμούς άνω των 3.000 ευρώ καθώς και όσοι έχουν αποκρύψει εισόδημα και δεν έχουν αποδώσει ΦΠΑ ακόμα και αξίας ενός ευρώ.
Οι διατάξεις του φορολογικού νομοσχεδίου για τις ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση ληξιπρόθεσμων χρεών αφήνουν ανοιχτό το παράθυρο οι ποινές να επιβάλλονται ακόμα και για ληξιπρόθεσμες οφειλές από λογαριασμούς ΔΕΚΟ ακόμα και για δημοτικά τέλη και για κλήσεις της Τροχαίας αν και παράγοντες του υπουργείου Οικονομικών διευκρινίζουν ότι η διάταξη αφορά μόνο χρέη φορέων και οργανισμών που με βάση το ισχύον καθεστώς βεβαιώνονται από τις Εφορίες ή τα τελωνεία.
Στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 αναφέρεται ότι:
«Οποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης:
α) Εως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών υπερβαίνει το ποσό των 5.000 ευρώ.
β) Εξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος υπερβαίνει το ποσό των 10.000 ευρώ.
γ) Ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος υπερβαίνει τα 50.000 ευρώ.
δ) Τριών τουλάχιστον ετών εφόσον το συνολικό χρέος υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ.
Για τις παραπάνω περιπτώσεις κινείται η διαδικασία του αυτόφωρου που ισχύει για 20 μήνες από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών, ενώ ασκείται ποινική δίωξη μετά από αίτηση του προϊσταμένου της εφορίας προς τον εισαγγελέα.
(Πηγή: Εθνος)