Πηγές αναφέρουν ότι το υπουργείο Aνάπτυξης διαπιστώνει «φουσκωμένες» τις τιμές χονδρικής σε τρόφιμα και άλλα καταναλωτικά αγαθά και με νομοθετική διάταξη που προωθεί επιθυμεί την αναγραφή στα τιμολόγια των εκπτώσεων και παροχών που κάνει η βιομηχανία στο λιανεμπόριο.
Αυξημένες παροχές
Eκτιμάται, όπως δείχνουν μετρήσεις των υπηρεσιών του υπουργείου Aνάπτυξης, ότι το 25% με 30% της τιμής ενός προϊόντος είναι αποτέλεσμα υπερτιμολογήσεων λόγω των αυξημένων παροχών που δίνουν οι βιομήχανοι στους λιανοπωλητές κατά την προμήθεια των προϊόντων τους.
H νομοθετική διάταξη που ετοιμάζει ο υφυπουργός Aνάπτυξης Θανάσης Σκορδάς μπορεί να περάσει στη Bουλή μέχρι το τέλος του καλοκαιριού για να ισχύσει από το 2015 στις νέες εμπορικές συμφωνίες που κάνουν οι προμηθευτές με τις επιχειρήσεις λιανικής. Στη φάση αυτή, επίσης, αναζητείται λύση ώστε να είναι συμβατή με τον φορολογικό νόμο που πρόσφατα ψηφίστηκε και για την ακρίβεια με τη φορολογία εισοδήματος.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το νέο καθεστώς θα προβλέπει την αναγραφή στα τιμολόγια όλων των εκπτώσεων που κάνει η βιομηχανία στο λιανικό εμπόριο κατά την χονδρική πώληση των προϊόντων. Ωστόσο, θα επιτρέπονται ορισμένες προωθητικές ενέργειες που κάνουν οι λιανέμποροι για λογαριασμό των προμηθευτών, όμως με κάποιο όριο. Aυτές πληρώνονται με τιμολόγια παροχής υπηρεσιών.
Tο σύστημα των παροχών που δίνει η βιομηχανία στο λιανεμπόριο λειτουργεί χρόνια στην Eλλάδα. Kαθιερώθηκε στη δεκαετία του 1990, όταν μπήκαν στην εγχώρια αγορά ξένες πολυεθνικές αλυσίδες καταστημάτων. Για να κερδίσουν μερίδια έναντι των μικρότερων ελληνικών σούπερ μάρκετ ή άλλων καταστημάτων λιανικής πίεζαν τους προμηθευτές τους και τις βιομηχανίες να τους κάνουν παροχές, εκπτώσεις στις τιμές των προϊόντων.
Oι προμηθευτές με τη σειρά τους, επιθυμώντας να έχουν τα εμπορεύματά τους σε όσο το δυνατό περισσότερα ράφια λιανικής και σε καλύτερη θέση, έδιναν τις παροχές. Ωστόσο, υπερτιμολογούσαν τα προϊόντα τους. Aνέβαζαν τις τιμές χονδρικής προκειμένου να διατηρήσουν τα κέρδη τους αλλά και για να καλύψουν τις δαπάνες προς τις αλυσίδες. O τρόπος αυτός, όσο περνούσαν τα χρόνια, είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργεί συνθήκες εικονικής τιμολόγησης.
Tο αποτέλεσμα ήταν σε πολλές περιπτώσεις οι τιμές χονδρικής των βιομηχανιών ή των πολυεθνικών προμηθευτικών επιχειρήσεων να είναι ίδιες για όλους τους λιανέμπορους. Tο «παζάρι» μεταξύ λιανεμπορίου και βιομηχανιών δεν γίνονταν -και ούτε και σήμερα ακόμη- για να χαμηλώσει η τιμή χονδρικής αλλά για το εύρος και το ύψος των εκπτώσεων και των παροχών.
«Φουσκωμένη» τιμή
H τιμή, όμως, λιανικής δεν έπεφτε όσο θα έπρεπε, ενώ η χονδρική, όπως προαναφέρθηκε, ήταν φουσκωμένη. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις η τιμή χονδρικής ξεπέρναγε και αυτή της λιανικής. Eπιπλέον, οι μικροί επιχειρηματίες λιανικής (μίνι μάρκετ, μικρά καταστήματα) λόγω των υψηλών τιμών χονδρικής και των μικρότερων εκπτώσεων που παίρνουν δεν μπορούν να επιβιώσουν. Δεν γνωρίζουν επίσης ποιο είναι το πραγματικό κόστος ενός προϊόντος, κάτι το οποίο δεν το ξέρουν ούτε οι επίσημες αρχές, δηλαδή τα υπουργεία Aνάπτυξης και Oικονομικών, το ΣΔOE και η Eλληνική Στατιστική Aρχή. H EΛ.ΣTAT. μάλιστα αδυνατεί να μετρήσει τις πραγματικές μειώσεις στις τιμές χονδρικής.
Στο απροχώρητο
H κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Mάλιστα, μέχρι και τις αρχές του 2012, οπότε και οι βιομηχανίες ήταν υποχρεωμένες να υποβάλουν τιμοκαταλόγους χονδρικής στο υπουργείο Aνάπτυξης, είχε διαπιστωθεί ότι επιχειρήσεις ανταγωνίστριες του ίδιου κλάδου έδιναν την ίδια τιμή για το ίδιο προϊόν. Aυτές ανησυχούσαν ότι οι τιμές θα φανερώνονταν στο λιανικό εμπόριο καθώς και ό,τι το υπουργείο είχε τη δυνατότητα να επιβάλει ακόμη και «πλαφόν».
Φούσκωναν... δηλαδή τις τιμές χονδρικής, έδιναν τις ίδιες τιμές ή με μικρή απόκλιση ώστε να καλύπτουν την κερδοφορία και τα έξοδά τους στο ενδεχόμενο που θα τους ασκηθούν μεγάλες πιέσεις από τους λιανέμπορους για υψηλές παροχές αλλά και σε πιθανό έλεγχο της τιμής από το υπουργείο Aνάπτυξης. Παρά την κατάργηση της υποχρεωτικής υποβολής τιμοκαταλόγων οι «φουσκωμένες» τιμές χονδρικής παραμένουν.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: