Τα επιτόκια έχουν εκτιναχθεί στο 7% ακόμη και για μικρά ποσά της τάξης των 30.000 ευρώ. Στον πόλεμο των επιτοκίων συμμετέχουν ενεργά πλέον και οι ξένες τράπεζες, οι οποίες ακολουθώντας πιο συντηρητική πολιτική τα δύο τελευταία χρόνια είδαν τις καταθέσεις τους να μειώνονται.
Τα εισοδήματα των μεσαίων νοικοκυριών συρρικνώνονται σταδιακά όλο και περισσότερο και το κυνήγι των καταθέσεων είναι σε ορισμένες περιπτώσεις μια προσπάθεια αντιστάθμισης των απωλειών στο εισόδημα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τραπεζικών στελεχών αρκετοί είναι εκείνοι που υποκαθιστούν τη μείωση, που φθάνει τα 200 ή 500 ευρώ, του εισοδήματός τους από τους τόκους των καταθέσεων, οι οποίοι αποτελούν μηνιαίο έσοδο για την κάλυψη ακόμη και βασικών αναγκών.
Η έναρξη ενός νέου γύρου ανταγωνισμού πυροδοτείται με ένταση τόσο από τις μικρές όσο και από τις ξένες τράπεζες, οι οποίες σε μια προσπάθεια να αντισταθμίσουν την εξαίρεσή τους από τον ELA (Emergency Liquidity Assistance) επιδίδονται σε μια επιχείρηση προσέλκυσης ρευστότητας με υψηλά επιτόκια.
Ο ELA είναι ο βασικός μηχανισμός άντλησης ρευστότητας για τις ελληνικές τράπεζες, από τον οποίο μέχρι στιγμής έχουν αντληθεί 40 δισ. ευρώ, καλύπτοντας τις απώλειες από τη μείωση των καταθέσεων. Η ενεργοποίηση του ELA επέτρεψε τη συγκράτηση του επιτοκιακού ανταγωνισμού, που είχε ενταθεί όλα τα χρόνια της κρίσης, λόγω της απόσυρσης των καταθέσεων, στερώντας από τις ελληνικές τράπεζες περί τα 65 δισ. ευρώ τα τρία τελευταία χρόνια.
Κόντρα σε κάθε προσπάθεια αυτοσυγκράτησης, τα επιτόκια έχουν εκτιναχθεί εκ νέου σε επίπεδα που αγγίζουν ακόμη και το 7% ακόμη και για μικρά ποσά της τάξης των 30.000 ευρώ, ανατρέποντας κάθε προσπάθεια εξορθολογισμού του κόστους χρήματος από την πλευρά του τραπεζικού συστήματος, που κλυδωνίζεται υπό το βάρος των ζημιών από το PSI και των επισφαλειών στα δάνεια. Στον πόλεμο των επιτοκίων συμμετέχουν ενεργά πλέον και οι ξένες τράπεζες, οι οποίες ακολουθώντας πιο συντηρητική πολιτική τα δύο τελευταία χρόνια είδαν τις καταθέσεις τους να μειώνονται, χάνοντας σημαντικό μερίδιο αγοράς.
Τα μέσα επιτόκια ακόμη και για μικρά ποσά επανέκαμψαν στα επίπεδα του 5%, ενώ η προσπάθεια των τραπεζών να ωθήσουν τους πελάτες σε καταθέσεις μεγαλύτερης διάρκειας υπονομεύεται από την πολιτική αβεβαιότητα, τα προβλήματα ανακεφαλαιοποίησης, αλλά και τα φαινόμενα πτώχευσης τραπεζών, οι μέτοχοι των οποίων παραμένουν στο απυρόβλητο.
Η πλειοψηφία των καταθετικών προϊόντων που προσφέρουν οι τράπεζες, παρά το γεγονός ότι συνδέουν τη μεγιστοποίηση της απόδοσης με την παραμονή του καταθέτη για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα στο προϊόν, συνοδεύονται με τη δυνατότητα ανάκλησης κάθε μήνα, χωρίς πέναλτι σε αρκετές περιπτώσεις, ακυρώνοντας κάθε προσπάθεια εμπέδωσης κλίματος εμπιστοσύνης.
Η ευθύνη δεν περιορίζεται στις τράπεζες, αλλά είναι κυρίως αποτέλεσμα του ρευστού πολιτικού κλίματος, που στερεί κάθε προοπτική σταθεροποίησης της οικονομίας. Τα επίπεδα των καταθέσεων, αν και εμφανίζουν τάσεις συγκράτησης τον Μάρτιο, έχουν μειωθεί σε δραματικά επίπεδα και η αποκατάσταση του χαμένου εδάφους θα απαιτήσει πολλά χρόνια ακόμη. Ανησυχητικό στοιχείο αποτελεί η δραματική συρρίκνωση των νοικοκυριών που έχουν στην κατοχή τους ένα στοιχειώδες απόθεμα αποταμίευσης, τα οποία σύμφωνα με τα στοιχεία από τις τράπεζες δεν υπερβαίνουν συνολικά το 20% των καταθετών. Η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών νοικοκυριών είναι καταθέτες ταμιευτηρίου και τα υπόλοιπά τους συρρικνώθηκαν στα 50,6 δισ. ευρώ στο τέλος Φεβρουαρίου.
Την ίδια στιγμή τα υπόλοιπα των προθεσμιακών καταθέσεων έχουν υποχωρήσει στα 80,8 δισ. ευρώ, αλλά το ποσό αυτό φαίνεται ότι ελέγχεται από εξαιρετικά μικρό χαμηλό αριθμό νοικοκυριών, επιβεβαιώνοντας την ανισοκατανομή της όποιας αποταμίευσης.
Τα μεσαία νοικοκυριά συρρικνώνονται σταδιακά όλο και περισσότερο και το κυνήγι των καταθέσεων δεν είναι σε ορισμένες περιπτώσεις μια προσπάθεια αντιστάθμισης των απωλειών στο εισόδημα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τραπεζικών στελεχών, αρκετοί είναι εκείνοι που υποκαθιστούν τη μείωση, που φθάνει τα 200 ή 500 ευρώ, του εισοδήματός τους από τους τόκους των καταθέσεων, οι οποίοι δεν αποτελούν πλέον στοιχείο πλουτισμού, αλλά μηνιαίο έσοδο για την κάλυψη ακόμη και βασικών αναγκών.
Οι καταθέσεις των ελληνικών νοικοκυριών έχουν πλέον μειωθεί στα 138,5 δισ. ευρώ, επαναφέροντας το επίπεδο της αποταμίευσης στο 2006, αλλά όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι η περίοδος προσαρμογής θα είναι μακρά, παραπέμποντας στις αρχές του 2002, λίγο πριν από την ένταξη στην Ευρωζώνη, που δείχνει να παίρνει πίσω έναν πλούτο που δημιουργήθηκε σε πήλινα πόδια.
(Πηγή: Καθημερινή)