Σε κρίσιμο σταυροδρόμι, ως προς το μέλλον των επιτοκίων βρίσκονται πλέον οι δανειολήπτες, καθώς η παρουσία του Μάριο Ντράγκι στο «τιμόνι» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αλλάζει τα δεδομένα και ενδεχομένως τη στρατηγική της ΕΚΤ.
Σήμερα Πέμπτη, στην πρώτη του συνεδρίαση ως επικεφαλής της κορυφαίας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο Ιταλός τραπεζίτης αναμένεται να δώσει το στίγμα του όσον αφορά το βασικό επιτόκιο του Ευρώ. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι η πιο πιθανή κίνηση είναι να το αφήσει αμετάβλητο, στα σημερινά επίπεδα του 1,5%, όμως κάποιοι δεν αποκλείουν ότι ο «σούπερ Μάριο», όπως αποκαλείται στη γλώσσα των τραπεζιτών, θα κάνει την έκπληξη, ρίχνοντας το επιτόκιο.
Πάντως, τα μέχρι στιγμής δεδομένα για τους δανειολήπτες δεν είναι ευοίωνα από την αρχή του χρόνου, λόγω των αυξήσεων που έχουν προκαλέσει οι δύο αυξήσεις στο βασικό επιτόκιο του ευρώ (από το 1% στο 1,5% μέσα σε λίγους μήνες) σε συνδυασμό με την αντίστοιχη «κούρσα» του Euribor πάνω από το 1,55%.
Έτσι, οι τράπεζες «σπρώχνουν» τους πελάτες τους στα σταθερά επιτόκια ή τουλάχιστον στα στεγαστικά δάνεια με «προστασία» στην περίπτωση υπερβολικής ανόδου των επιτοκίων, ενώ πολλοί είναι οι δανειολήπτες που αποφασίζουν να «κλειδώσουν» τη δόση τους.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, για παλιούς και νέους δανειολήπτες στη στεγαστική πίστη, το κυμαινόμενο επιτόκιο ακόμα οριακά να συμφέρει έναντι του σταθερού. Εντούτοις, μια σειρά από τράπεζες προωθούν έμμεσα ή και άμεσα δάνεια με σταθερό επιτόκιο, καθώς η διαφορά είναι μικρή και η ασφάλεια της σταθερής δόσης δεν είναι αμελητέα.
Πόσο κοστίζουν
Σήμερα, ένα μέσο 10ετές σταθερό επιτόκιο της είναι στα επίπεδα του 5%. Αυτό σημαίνει ότι για ένα 25ετές δάνειο 200.000 ευρώ ο πελάτης πληρώνει περίπου 1.170 ευρώ μηνιαίως.
Αντίστοιχα, τα κυμαινόμενα επιτόκια ξεκινούν από το 4% και φτάνουν στο 4,5% περίπου (επιτόκιο EΚΤ 1,5% πλέον τραπεζικού περιθωρίου από 3% έως 3,5%). Αυτό σημαίνει ότι η μηνιαία δόση ανέρχεται σε 1.055 και 1.110 ευρώ αντίστοιχα.
Και «ταβάνι» στο επιτόκιο
Για όσους δεν θέλουν να δεσμευθούν με σταθερό επιτόκιο –καθώς πιστεύουν ότι η άνοδος στο κόστος του χρήματος θα αργήσει ή θα «φρενάρει» στα σημερινά επίπεδα, εναλλακτικά οι τράπεζες διαθέτουν και δάνεια µε κυμαινόμενο επιτόκιο, αλλά «ταβάνι» στο επίπεδο που αυτό μπορεί να φτάσει.
Συγκεκριμένα, τα δάνεια αυτά στη αρχή λειτουργούν ως κανονικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο. Οι τράπεζες δηλαδή ανεβάζουν ή κατεβάζουν το επιτόκιο – και κατ’ επέκταση τη μηνιαία δόση – ανάλογα µε την πορεία του Euribor. Αν όμως αυτό ανεβεί σε κάποιο προκαθορισμένο όριο, ο δανειολήπτης δεν επιβαρύνεται περαιτέρω. Για παράδειγμα, ένα δάνειο αυτού του τύπου ξεκινά σήµερα µε κυµαινόµενο επιτόκιο 4,5% (επιτόκιο ΕΚΤ 1,5% και τραπεζικό περιθώριο 3%). Υπάρχει όµως η ρήτρα ότι το συνολικό επιτόκιο δεν μπορεί να ξεπεράσει το 6,5%.
Αυτό σημαίνει ότι όσο το διατραπεζικό επιτόκιο ανεβαίνει µέχρι το 3,5% ο δανειολήπτης επιβαρύνεται κανονικά.
Αν όµως ξεπεράσει το 3,5% – δηλαδή µαζί µε το περιθώριο της τράπεζας το συνολικό επιτόκιο φτάσει το 6,5% –, τότε αυτό «χτυπάει ταβάνι» και ο πελάτης της τράπεζας δεν πληρώνει περισσότερα χρήματα.
Ετσι ο δανειολήπτης έχει σχετική ασφάλεια, καθώς γνωρίζει ότι η µηνιαία του δόση δεν µπορεί να εκτροχιαστεί εντελώς, πληρώνει όµως κατά κανόνα υψηλότερο αρχικό επιτόκιο σε σχέση µε τα «απλά» κυµαινόµενα χωρίς προστασία.
Μπορεί το κυμαινόμενο επιτόκιο να είναι φθηνότερο σήμερα, κανείς όμως δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν αυτό θα ισχύει στο μέλλον. Από την άλλη, το επιπλέον κόστος του σταθερού επιτοκίου μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τον οικογενειακό προϋπολογισμό, σε μια εποχή που το κάθε ευρώ μετράει. Αν κάποιος λοιπόν παρακολουθεί στενά την αγορά και έχει τις γνώσεις αλλά και το «στομάχι» που απαιτείται για να αντέξει την άνοδο, μπορεί να πάρει το ρίσκο του κυμαινόμενου επιτοκίου. Αν πάλι θέλει να κάνει «κουμάντο» στα χρήματά του ανά πάσα στιγμή, υπολογίζοντας με ακρίβεια το τι πληρώνει και πού, τότε ένα τριετές ή πενταετές σταθερό είναι η ενδεδειγμένη λύση.
(Πηγή: bankingnews.gr)
Οι ενδιαφερόμενοι για στεγαστικό δάνειο, μπορούν να απευθύνονται στα τηλέφωνα: 210.8818474 - 6945976642 (κο Παππά).