Η εν λόγω σύνταξη μπορεί να φτάσει ακόμη και στο 50%, στην περίπτωση που ο γάμος διήρκεσε έως και 35 έτη.
Πάντως, η εν λόγω πρόβλεψη αφορά και τον άνδρα διαζευγμένο, καθώς ο επόμενος και τελευταίος σύζυγος δεν λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη της θανούσας. Και αυτή η σύνταξη επιμερίζεται αναλόγως.
Σύμφωνα με το άρθρο 38 του σχεδίου νόμου του υπουργείου Εργασίας, προβλέπεται ότι σε περίπτωση θανάτου του/της τέως συζύγου, εφόσον ο γάμος είχε διαρκέσει τουλάχιστον 10 έτη έως τη λύση του με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος ή η χήρα (τελευταία/ος σύζυγος) επιμερίζεται κατά 75% στο χήρο ή τη χήρα και 25% στο/στη διαζευγμένο/-η (τέως σύζυγο).
Για κάθε έτος και έως το 35ο έτος του γάμου, το ποσοστό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος ή η χήρα μειώνεται κατά 1% στο χήρο ή χήρα και αυξάνεται αντίστοιχα κατά 1% στο/στη διαζευγμένο/-η.
Ετσι για 20 χρόνια (αρχικού) γάμου, η τέως σύζυγος λαμβάνει το 35% της σύνταξης του θανόντος.
Προκειμένου για (πρώτο) γάμο που διήρκεσε πλέον των τριάντα πέντε (35) ετών έως τη λύση του, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος ή η χήρα αυξάνεται στο 50%. Δηλαδή με 35 έτη διάρκειας στον πρώτο γάμο, η σύνταξη μοιράζεται μεταξύ της/του χήρας/ου (τελευταίας/ου συζύγου) και της/του τέως συζύγου.
Στις ανωτέρω περιπτώσεις που ο θανών ή η θανούσα δεν αφήνει χήρα ή χήρο (μη τέλεση νέου γάμου ή θάνατος της τελευταίας/ου συζύγου), ο/η διαζευγμένος/-η (τέως σύζυγος) δικαιούται το ίδιο ποσοστό σύνταξης. Δεν δικαιούται δηλαδή ολόκληρη τη σύνταξη του δικαιούχου.
(πηγή: Ελευθεροτυπία)