Μεταξύ των χωρών με τα υψηλότερα ποσοστά φορολογίας εισοδήματος των επιχειρήσεων και συντελεστών ΦΠΑ βρίσκεται η Ελλάδα καταδεικνύοντας σε μεγάλο βαθμό για ποιο λόγο η χώρα μας δεν προτιμάται για επενδύσεις στα Βαλκάνια, αλλά και γιατί αρκετές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα μετέφεραν τα τελευταία χρόνια τις δραστηριότητές τους στις γειτονικές χώρες.
Οι πολύ υψηλοί φορολογικοί συντελεστές σε συνδυασμό με την πολυπλοκότητα των νόμων, την γραφειοκρατία και την έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού, έχουν εξελιχθεί σε σημαντικό ανταγωνιστικό μειονέκτημα για την ελληνική οικονομία, η οποία στερείται ολοένα και περισσότερο επενδυτικού οξυγόνου. Από την άλλη πλευρά ενώ η φορολογία θα μπορούσε να καταστεί κύριο εργαλείο οικονομικής ανάπτυξης της χώρας και πόλο έλξης μεγάλων ξένων επενδύσεων, για πολλά χρόνια παρέμενε εξαιρετικά υψηλή και αποτρεπτική για ανάληψη οποιουδήποτε βαθμού επενδυτικού ρίσκου. Πόσο μάλλον όταν με τις αλεπάλληλες αιφνδιαστικές ρυθμίσεις και έκτακτες εισφορές ανατρέπεται πλήρως ο οικονομικός τους προγραμματισμός. Η διεθνής εμπειρία άλλωστε καταδεικνύει ότι οι επιχειρήσεις που αναπτύσσουν τη δραστηριότητά τους χωρίς επιπλέον φορολογικές επιβαρύνσεις και έκτακτες εισφορές δυνητικά προχωρούν σε μεγαλύτερες επενδύσεις, έχουν βελτιωμένους τζίρους, προσφέρουν περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας και συμβάλλουν τελικά στη δημιουργία πρόσθετων ρυθμών ανάπτυξης, που τόσο έχει ανάγκη, σήμερα, η ελληνική οικονομία.
Η νέα φορολογική μεταρρύθμιση που επιχειρείται σε κλίμα απόλυτης ύφεσης βρίσκει το ελληνικό φορολογικό σύστημα να βρίθει από αναχρονιστικούς κανονισμούς, να αδυνατεί να ελέγξει αποτελεσματικά τη φοροδιαφυγή και να επιτρέπει την ενίσχυση των φαινομένων αθέμιτου ανταγωνισμού. Ολες σχεδόν οι μελέτες διεθνών και εγχώριων φορέων σχετικά με την επίδραση του φορολογικού συστήματος στο βαθμό ανάπτυξης της οικονομίας κάνουν λόγο για υψηλούς συντελεστές που λειτουργούν ανασταλτικά στην προσέλκυση επενδύσεων. Ακόμα και όταν οι συντελεστές μειώθηκαν πολλές επιχειρήσεις κλήθηκαν να καταβάλλουν υψηλότατο επιπλέον τίμημα για να εξαγοράσουν την φορολογική τους ησυχία από τις ελεγκτικές αρχές. Βέβαια αυτό λειτούργησε προσωρινά υπέρ των δημοσίων εσόδων πλην όμως τιμώρησε τους συνεπείς και νομοταγείς επιχειρηματίες και οδήγησε για άλλη μια φορά στο βλαβερό συμπέρασμα ότι ο «μπαταχτσής» στο τέλος επιβραβεύεται. Για αυτόν ακριβώς το λόγο έχει σχεδόν παγιοποιηθεί το αίτημα της αγοράς για μείωση συντελεστών αλλά κυρίως σταθερό φορολογικό σύστημα.
Χαρακτηριστικά είναι άλλωστε τα συμπεράσματα πρόσφατης παγκόσμιας έρευνας της KPMG σχετικά με τους φόρους εισοδήματος νομικών προσώπων και με τους έμμεσους φόρους σε 114 χώρες του κόσμου που δείχνουν ότι στην Ελλάδα η φορολογική επιβάρυνση στα κέρδη των επιχειρήσεων ανέρχεται στο 24% για τα αδιανέμητα κέρδη και στο 40% για τα διανεμόμενα, ενώ ο βασικός συντελεστής ΦΠΑ φτάνει στο 23%, όταν στις περισσότερες γειτονικές χώρες (Βουλγαρία, Αλβανία, ΠΓΔΜ και Κύπρο) οι συντελεστές φορολόγησης των επιχειρήσεων βρίσκονται στο επίπεδο του 10% και ο βασικός συντελεστής του ΦΠΑ κυμαίνεται μεταξύ 15% και 20%.
Η έρευνα δείχνει ακόμη ότι υπάρχει έντονη τάση στον παγκόσμιο φορολογικό χάρτη για μείωση του φόρου εισοδήματος των εταιρειών, ενώ, όσον αφορά τους έμμεσους φόρους, αποκαλύπτει ότι υπάρχει τάση για την επιβολή νέων επιβαρύνσεων σε χώρες όπου δεν υπήρχαν ή για την αύξησή τους στις χώρες που ήδη επιβάλλονται. Ειδικότερα, από την έρευνα προκύπτει ότι:
- Ο μέσος όρος του ποσοστού του φόρου εισοδήματος εταιρειών φτάνει το 23,45%. Το υψηλότερο ποσοστό ανέρχεται σε 40,69% και συναντάται στην Ιαπωνία, ενώ το χαμηλότερο είναι μόλις 10% και ισχύει σε χώρες της Βαλκανικής, στην Παραγουάη και την Κύπρο. Η πλειονότητα των χωρών έχει καθορίσει το ποσοστό του φόρου αυτού σε επίπεδο μικρότερο του 28%.
- Στους έμμεσους φόρους, ο μέσος όρος του συντελεστή ΦΠΑ ανέρχεται στο 13,02%. Το υψηλότερο ποσοστό φτάνει το 40,69% και συναντάται στην Ισλανδία, τη Δανία και τη Σουηδία. Το χαμηλότερο ποσοστό είναι 5% και συναντάται στις Ολλανδικές Αντίλλες, την Ταϊβάν, την Ιαπωνία, τη Νιγηρία και την Υεμένη. Η πλειονότητα των χωρών έχει καθορίσει το ποσοστό του φόρου αυτού σε επίπεδο μικρότερο του 20%.
- Υπάρχει έντονη διεθνής τάση για μείωση του φόρου εισοδήματος εταιρειών. Πολλές χώρες δε έχουν ήδη προχωρήσει σε μείωση των φόρων αυτών. Αυτή η πρακτική είναι απόρροια των υψηλών ελλειμμάτων που έχουν οι περισσότερες εθνικές οικονομίες. Το δεδομένο αυτό επέβαλε μία κοινή προτεραιότητα: τον ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών στην προσέλκυση επενδύσεων. Με την αύξηση των επενδύσεων μιας χώρας, επιτυγχάνεται η διεύρυνση της φορολογικής βάσης επί της οποίας θα επιβληθούν οι φόροι. Κατά συνέπεια, η μείωση των εταιρικών φόρων εισοδήματος αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα επενδυτικά κίνητρα. Οι διεθνείς συγκυρίες λοιπόν έχουν επιβάλει τη μείωση των φόρων, και αρκετές χώρες έχει ήδη θεσπίσει νομοθετικά περαιτέρω μείωση των φόρων τα επόμενα χρόνια, παρά την πρόσφατη λόγω διεθνών οικονομικών εξελίξεων ανάγκη για αύξηση των φορολογικών εσόδων.
- Σε αντιδιαστολή με τη μείωση των φόρων εισοδήματος εταιρειών, υπάρχει διεθνής τάση είτε για επιβολή εμμέσων φόρων σε χώρες που δεν υπήρχαν έμμεσοι φόροι (όπως στην Κίνα και την Ινδία) είτε για αύξηση των ήδη υπαρχόντων εμμέσων φόρων (όπως στην Αγγλία, την Ισπανία, την Ελλάδα, τη Φινλανδία, τη Ρουμανία, την Πορτογαλία και σε πολλές ακόμη χώρες).
(πηγή: reporter.gr)