Ψήγματα αισιοδοξίας για μία επιτυχημένη έξοδο από την ύφεση, αρχίζουν δειλά δειλά να διαχέονται στο οικονομικό επιτελείο, χάρις στην πορεία κάποιων βασικών μακροοικονομικών δεικτών που προδικάζουν μικρές τάσεις ανάκαμψης. Κοντά σε αυτό αρχίζουν να γίνονται ουσιαστικότερες, και κυρίως πειστικότερες, οι δήλώσεις στήριξης της ελληνικής οικονομίας από υψηλόβαθμα στελέχη της ΕΕ της ΕΚΤ αλλά και ξένων αναλυτών.
Βεβαίως ένας σημαντικός ακόμη αριθμός διεθνών οίκων αξιολόγησης παραμένει δύσπιστος και επιφυλακτικός για την δυνατότητα της Ελλάδας να αποφύγει την χρεοκοπία και να εφαρμόσει κατά γράμμα το μνημόνιο στήριξης.
Απαντες όμως συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η βιώσιμη ανάπτυξη της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια απαιτεί τη μεταβολή του αναπτυξιακού υποδείγματος της οικονομίας, από το προηγούμενο που βασιζόταν στην κατανάλωση ως κύριο συντελεστή της ανάπτυξης σε ένα νέο μοντέλο που θα βασίζεται στη βιώσιμη μεγέθυνση των εγχώριων και ξένων επενδύσεων και των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών.
Το συμπέρασμα αυτό άλλωστε καταδεικνύεται και από την εξέλιξη των μακροοικονομικών δεικτών, η πλειονότητα των οποίων δείχνει πράγματι δειλές τάσεις ανάκαμψης, καθώς οι εξαγωγές μετά από πολύ καιρό εμφανίζουν τον Απρίλιο αξιοσημείωτη αύξηση της τάξης του 4,7%, ο τζίρος του χονδρικού εμπορίου αυξήθηκε το πρώτο τρίμηνο του έτους κατά 5,4%, ενώ θετικές μεταβολές εμφανίζουν και οι βιομηχανικοί δείκτες με τις παραγγελίες να σημειώνουν τον Μάρτιο, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, αύξηση 15,5% και ο βιομηχανικός τζίρος αύξηση 15,7%. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι συγκρίσεις γίνονται με τα ήδη χαμηλά επίπεδα στα οποία βρίσκονται όλοι σχεδόν οι μακροοικονομικοί δείκτες συνεπεία της ελεύθερης πτώσης που έχει ξεκινήσει εδώ και περίπου δεκαοκτώ μήνες.
Από την άλλη πλευρά όμως η βιομηχανική παραγωγή εξακολουθεί να αποτελεί το βασικό στοιχείο της ύφεσης στην ελληνική οικονομία σημειώνοντας τον Απρίλιο νέα βουτιά κατά 5,1% τη στιγμή μάλιστα που οι τιμές των εισαγόμενων βιομηχανικών πρώτων υλών αυξήθηκαν κατά 10,1% αφαιρώντας νέους πόντους από την προσπάθεια ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Κοντά στην βιομηχανική παραγωγή, σημαντική κάμψη εξακολουθεί να σημειώνει και ο άλλος βασικός στυλοβάτης του ΑΕΠ, η οικοδομική δραστηριότητα, η οποία τον Μάρτιο μειώθηκε κατά 36,3% και υποχώρησε κυριολεκτικά στα τάρταρα. Το βασικότερο αντι-αναπτυξιακό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας παραμένει η σχεδόν απόλυτη επενδυτική άπνοια. Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΛΣΤΑΤ μειώθηκαν το πρώτο τρίμηνο του έτους κατά 14,6% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2009. Μείωση σημειώθηκε συγκεκριμένα στις κατοικίες κατά 16,7%, στο μηχανολογικό εξοπλισμό κατά 10,0% και στις λοιπές κατασκευές κατά 29,3%. Αύξηση κατά 8,4% σημειώθηκε στον εξοπλισμό μεταφορών.
ΣΥΓΚΡΑΤΗΜΕΝΗ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ
Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραπάνω (θετικές και αρνητικές) εξελίξεις, το οικονομικό επιτελείο εμφανίζεται συγκρατημένα αισιόδοξο ότι θα αμβλυνθεί τελικά η αναθεωρημένη πρόβλεψη για μείωση του ΑΕΠ κατά 4% το τρέχον έτος και η ύφεση δεν θα είναι τόσο βαθιά. Οι μεσοπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές βασίζονται πλέον σε μία νέα σειρά υποθέσεων όχι μόνο με το εγχώριο αλλά και το διεθνές οικονομικό περιβάλλον που εισέρχεται σαφώς σε φάση ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, στις αναμενόμενες εξελίξεις περιλαμβάνεται μία σταδιακή, αλλά σταθερή βελτίωση στις προοπτικές ανάπτυξης των εμπορικών εταίρων της Ελλάδας εντός της ΕΕ, η ανάκαμψη των ελληνικών εξαγωγών, καθώς και η σταδιακή προσαρμογή του επιτοκίου αναφοράς της ΕΚΤ.
Η στροφή στο μοντέλο ανάπτυξης της οικονομίας θα υποστηριχθεί, σύμφωνα με το οικονομικό επιτελείο, από τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες με στόχο την αντιμετώπιση των υφιστάμενων στρεβλώσεων, την αύξηση της παραγωγικότητας και της επιχειρηματικότητας και την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας. Οι μεταρρυθμίσεις που θα στοχεύουν στη μόνιμη αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας θα αντιμετωπίσουν άμεσα θέματα δημοσιονομικής βιωσιμότητας, αλλά και θα συνεισφέρουν στη βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου.
Συγκεκριμένα περαιτέρω διαρθρωτικές και θεσμικές αλλαγές αναμένεται να ανακουφίσουν τις πιέσεις προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά που αντιμετωπίζουν πιστωτικούς περιορισμούς, καθώς και να στηρίξουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μέσω της προώθησης ενός εναλλακτικού μοντέλου παραγωγής και ανάπτυξης, με στόχο μία βιώσιμη ανάκαμψη από την πλευρά της προσφοράς.
ΟΙ ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ
Οι συνθήκες για επενδύσεις αναμένεται να βελτιωθούν σε σύγκριση με το 2009, ως συνέπεια των μέτρων οικονομικής πολιτικής που λαμβάνονται για τη στήριξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών. Οι ευνοϊκές συνθήκες σε ό,τι αφορά στην ιδιωτική δαπάνη αναμένεται να ενισχύσουν σταδιακά τις επενδύσεις σε εξοπλισμό, ενώ η ανάκαμψη της επενδυτικής δραστηριότητας θα προέλθει κυρίως από τον δημόσιο τομέα, αντανακλώντας την επίσπευση της εφαρμογής της επενδυτικής δραστηριότητας που χρηματοδοτείται από τα διαρθρωτικά ταμεία.
Οσον αφορά την εξέλιξη των τιμών, ο αποπληθωριστής του ΑΕΠ και ο αποπληθωριστής της ιδιωτικής κατανάλωσης αναμένεται να αυξηθούν το 2010, ως συνέπεια της αύξησης της τιμής του πετρελαίου και των τιμών των βασικών εμπορευμάτων, καθώς και λόγω των υψηλότερων τιμών εισαγωγών. Ωστόσο, μεσοπρόθεσμα, οι τιμές αναμένεται να μειωθούν σταδιακά, υποβοηθούμενες από διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά προϊόντων και θα παραμείνουν στα πλαίσια των στόχων της σταθερότητας των τιμών στην ΟΝΕ.
Συνοπτικά, το μακροοικονομικό σενάριο βασίζεται σε μία συντηρητική εκτίμηση των τρεχουσών και των μεσοπρόθεσμα αναμενόμενων οικονομικών συνθηκών. Ωστόσο, οι προβλέψεις κινδύνου περιλαμβάνουν την αβεβαιότητα σχετικά με τον χρόνο και τη δυναμική της αναμενόμενης ανάκαμψης της διεθνούς οικονομίας, καθώς και την αβεβαιότητα για το συνολικό βάθος της ύφεσης που διανύει σήμερα η ελληνική οικονομία.
Για την παραπέρα πορεία του ΑΕΠ πολλά ωστόσο θα εξαρτηθούν από την αποτελεσματικότητα αλλά και την ταχύτητα με την οποία η κυβέρνηση θα προωθήσει τις νέες αναπτυξιακές δράσεις που σχεδιάζει. Σημαντικότατο ρόλο θα παίξει, βεβαίως, η πορεία των τριών στυλοβατών του ΑΕΠ, που είναι η οικοδομή, η ναυτιλία και ο τουρισμός. Για τη μεν πρώτη τα πράγματα εμφανίζονται διττά, δεδομένου ότι υπάρχει ακόμη πληθώρα απούλητων ακινήτων στα χέρια των κατασκευαστών, πλην όμως αυτή τη φορά εμφανίζονται διατεθειμένοι να ρίξουν τις τιμές για να «ξεφορτωθούν» το στοκ και να αποκτήσουν κεφάλαια κίνησης.
Από την άλλη πλευρά, ο ρυθμός ανάκαμψης της ελληνικής ναυτιλίας παραμένει αργός και η όποια επιτάχυνσή του εξαρτάται πολύ λίγο από κυβερνητικές πολιτικές. Ετσι, το μεγαλύτερο βάρος πέφτει στον τουρισμό που εξακολουθεί να αποτελεί το βασικό συγκριτικό πλεονέκτημα της ελληνικής οικονομίας, ο οποίος όμως στην παρούσα συγκυρία εξαρτάται άμεσα από το βάθος της κρίσης στις άλλες χώρες. Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής στοιχεία πάντως ο σχετικός δείκτης τζίρου που περιλαμβάνει τις υπηρεσίες παροχής καταλυμάτων και εστίασης παρουσίασε αύξηση 2,9% το πρώτο τρίμηνο του έτους σε σύγκριση με τον αντίστοιχο τρίμηνο του 2009. Η πρόβλεψη δε για τις αφίξεις ξένων τουριστών είναι θετική έστω κι αν η πρόβλεψη για την εισαγωγή τουριστικού συναλλάγματος είναι μειωμένη κατά 10% σε σχέση με πέρυσι.
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Δ. ΤΣΟΥΠΑΡΟΠΟΥΛΟΣ - Γ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
Πηγή: ΚΕΡΔΟΣ