Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, στα πλαίσια των περιοδικών εκδόσεων για κλάδους της ελληνικής οικονομίας, συνέταξε μια μελέτη για τις ελληνικές ιχθυοκαλλιέργειες.
Η Διεύθυνση Στρατηγικής και Οικονομικής Ανάλυσης της Τράπεζας, και συγκεκριμένα οι αναλύτριες Φραγκίσκα Βουμβάκη, Μαρία Σάββα και Αθανασία Κουτούζου, εκπόνησαν ανάλυση που εστιάζει στα συγκριτικά πλεονεκτήματα που δύναται να αναδείξουν τον κλάδο σε εξαγωγικό πρωταθλητή αλλά και τις βραχυπρόθεσμες προκλήσεις που αντιμετωπίζει λόγω της οικονομικής ύφεσης.
Ένας δυναμικός κλάδος υπό την πίεση της διεθνούς κρίσης
Οι ιχθυοκαλλιέργειες αποτελούν έναν ταχέως αναπτυσσόμενο κλάδο της ελληνικής οικονομίας, ωθούμενο από τη σημαντική αύξηση τα τελευταία χρόνια της κατανάλωσης προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας διεθνώς. Συγκεκριμένα, οι Έλληνες παραγωγοί - με έντονα εξαγωγικό προσανατολισμό - εκμεταλλεύονται τα ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα στην εκτροφή τσιπούρας και λαβρακίου. Σε αυτό το σημαντικό υποκλάδο, η ελληνική παραγωγή καλύπτει σχεδόν το ½ της διεθνούς αγοράς, ενώ παράλληλα αποτελεί σημαντικό εξαγωγικό αγαθό του πρωτογενούς τομέα (με τις εξαγωγές να ξεπερνούν τα της ελληνικής παραγωγής και να καλύπτουν το 12% των εξαγωγών πρωτογενούς παραγωγής το 2008).
Παρά τις αναμφισβήτητα ευνοϊκές μακροοικονομικές συνθήκες, ο κλάδος είναι αντιμέτωπος με μια σειρά διαρθρωτικών προκλήσεων και συγκυριακών δυσχερειών. Στη μελέτη μας, αρχικά εξετάζεται το μακροοικονομικό περιβάλλον λειτουργίας του κλάδου, οι διαρθρωτικές ιδιαιτέροτητες της παραγωγής και η αποτύπωση αυτών στη χρηματοοικονομική εικόνα των εταιρειών. Στη συνέχεια μελετώνται οι βραχυπρόθεσμες στρατηγικες εξόδου του κλάδου από την κρίση, οι μακροπρόθεσμες προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης καθώς και οι παράγοντες που λειτουργούν ανασταλτικά.
Οι ιχθυοκαλλιέργειες κερδίζουν συνεχώς μερίδιο από την ελεύθερη αλιεία
Οι ιχθυοκαλλιέργειες διεθνώς (με παραγωγή 52 εκατ. τόνων το 2009) καλύπτουν πλέον σχεδόν το ½ της τελικής κατανάλωσης ψαριών και θαλασσινών. Η ευρωπαϊκή παραγωγή ιχθυοκαλλιέργειας - αν και καταλαμβάνει μικρό μερίδιο (4% στην παγκόσμια παραγωγή) - παρουσιάζει επίσης αξιοσημείωτη ανάπτυξη (5% κατά μέσο όρο στο διάστημα 2000-2008), με κυρίαρχο είδος τον σολομό (άνω του 50%).
Η άνοδος της ζήτησης στηρίχθηκε:
- στην αύξηση της παγκόσμιας κατά κεφαλήν κατανάλωσης αλιευτικών προϊόντων στα σχεδόν 17 κιλά ετησίως το 2006 από 14,5 κιλά κατά τη δεκαετία του 1990, καθώς και
- στην πλήρη εκμετάλλευση άνω του 80% των αλιευτικών αποθεμάτων, με αποτέλεσμα η παγκόσμια παραγωγή από ελεύθερη αλιεία να παραμένει σχεδόν στάσιμη μετά το 1985.
Οι προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου παραμένουν σημαντικές. Σύμφωνα με στοιχεία του FAO (2005), το 2030 θα απαιτούνται πάνω από 70 εκατ. επιπλέον τόνοι προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας (αύξηση κατά 140%) για την κάλυψη της ζήτησης.